σταχυολόγημα

σταχυολόγημα
το , σταχυολόγηση [-ις (-εως)] η
1) сбор колосьев; 2) компиляция

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σταχυολόγημα" в других словарях:

  • σταχυολόγημα — το 1. το να συγκεντρώνει κάποιος στάχυα. 2. εκλογή των πιο εκλεκτών μερών: Μας παρουσίασε ένα σταχυολόγημα από τα ποιήματα αυτού του ποιητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταχυολόγημα — και σταχολόγημα, το, Ν [σταχυολογώ] 1. το να μαζεύει κάποιος στάχια 2. επιλογή και συλλογή στοιχείων ή αποσπασμάτων από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανισμός …   Dictionary of Greek

  • καλάμημα — καλάμημα, τὸ (Α) [καλαμώμαι] σταχυολογία, σταχυολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σταχολόγημα — το, Ν βλ. σταχυολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σύλλεγμα — έγματος, τὸ, Α [συλλέγω] 1. συλλογή, σωρός 2. αγέλη, κοπάδι 3. σταχυολόγημα …   Dictionary of Greek

  • σταχολόγημα — το βλ. σταχυολόγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»